Ίσως οι περισσότεροι από εμάς, καλούμενοι να σχηματίσουμε νοητά την εικόνα ενός Νομπελίστα, θα φανταστούμε έναν λευκό άνδρα, μάλλον μεγάλης ηλικίας. Και δεν θα πέσουμε πολύ έξω, δεδομένου ότι το 94% των βραβευθέντων αποτελείται πράγματι από άνδρες, με το ποσοστό να αυξάνεται δραματικά στους τομείς των θετικών επιστημών. Κι αν μιλήσουμε για τη Φυσική, εκεί η στατιστική θα μας απογοητεύσει ακόμα περισσότερο, καθώς μόλις τέσσερις γυναίκες επιστήμονες έχουν κατακτήσει την υψηλότερη επιστημονική διάκριση, σε βάθος 115 ετών και μεταξύ 219 βραβευθέντων.
Για να προλάβω το εύλογο «γιατί» που δημιουργείται, θα προσπαθήσω να ρίξω μια ψύχραιμη ματιά στην κατάσταση: στα ερευνητικά κέντρα της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, περίπου το 10% των διδακτόρων Φυσικής είναι γυναίκες. Εκείνες έχουν να αντιμετωπίσουν, εκτός από τη δυσκολία του έργου τους, κι έναν διαφορετικό τύπο εμποδίων: τη δυσκολία να πάρουν αύξηση ή προαγωγή, την καχυποψία όταν αναζητούν χρηματοδότηση για την έρευνά τους, την πιθανή σεξουαλική τους κακοποίηση, οποιασδήποτε μορφής, στο χώρο εργασίας τους. Αυτές είναι μόνο μερικές όψεις του γενικότερου προβλήματος, δηλαδή της ανισότητας που ακόμα διαχωρίζει τα φύλα, εν έτει 2021. Ίσως τώρα τα ποσοστά των βραβείων Νόμπελ να μην μοιάζουν τόσο απροσδόκητα.
Το γεγονός ότι βρήκαμε την αιτία, βέβαια, δεν μας παρέχει ούτε δικαιολογία ούτε εξιλέωση. Στο χέρι όλων μας είναι να βάλουμε από ένα λιθαράκι στον δρόμο για την ισότητα. Ας ελπίσουμε πως δεν θα μεσολαβήσει άλλος μισός αιώνας προτού το επόμενο Νόμπελ απονεμηθεί σε κάποια καταξιωμένη επιστήμονα.
Μαρία Κιουρί (1903) – Για τις έρευνες στα φαινόμενα ακτινοβολίας
Η Maria (Marie) Sklodowska-Curie γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1867 στη Βαρσοβία της Πολωνίας και ήταν το νεαρότερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειάς της. Οι γονείς της ήταν δάσκαλοι, οπότε η Marie Curie διδάχτηκε από μικρή ηλικία Φυσική και Μαθηματικά. Το 1891 έφυγε για τη Γαλλία, όπου συνέχισε τις σπουδές της στη φυσική, τα μαθηματικά και τη χημεία στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, από όπου απέκτησε πτυχίο φυσικής και μαθηματικών. Η επιστημονική της πορεία ξεκίνησε με τη μελέτη των μαγνητικών ιδιοτήτων του ατσαλιού. Κατά τη διάρκεια αυτής της μελέτης, γνώρισε τον Pierre Curie. Η ανακάλυψη των ακτίνων Χ από τον Roentgen το 1895 ώθησε τη Marie Curie να μελετήσει το ουράνιο, αναπτύσσοντας καινοτόμες τεχνικές μελέτης του προκειμένου να ερμηνεύσει την παραγωγή των ακτίνων. Μελετώντας διάφορες ουσίες που εξέπεμπαν ακτινοβολία, μέχρι το 1895 διαπίστωσε ότι και το θόριο ήταν επίσης ραδιενεργό. Το ζεύγος Curie στο διάστημα 1895-1902 εξέδωσε συνολικά 32 επιστημονικές μελέτες, μεταξύ των οποίων αναφερόταν η ικανότητα του ραδίου να καταστρέφει με ταχύ ρυθμό καρκινικά κύτταρα. Οι μελέτες της της απέδωσαν το βραβείο Νόμπελ Φυσικής το 1903, το οποίο μοιράστηκε με τους Pierre Curie και Henri Becquerel, οπότε έγινε η πρώτη γυναίκα που κατέκτησε το βραβείο Νόμπελ. Το 1910 ακολούθησε η επιτυχής απομόνωση του ραδίου, και το 1911 τιμήθηκε για δεύτερη φορά με το βραβείο Νόμπελ Χημείας, για την ανακάλυψη του πολωνίου και του ραδίου καθώς και για την απομόνωση του ραδίου. Αξίζει να αναφέρουμε ότι κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δημιούργησε κινητούς σταθμούς ραδιολογίας και ανέπτυξε μια τεχνική αποστείρωσης μολυσμένου ιστού μέσω του ραδίου, σώζοντας τις ζωές άνω του ενός εκατομμυρίου στρατιωτών.
Μαρία Γκέπερτ-Μάγιερ (1963) – Ανακαλύψεις σχετικά με τη δομή των πυρηνικών φλοιών
Η Maria Goeppert-Mayer ήταν Γερμανοαμερικανίδα θεωρητική φυσικός και κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Φυσικής το 1963 για την ανάπτυξη του προτύπου των φλοιών για τους ατομικούς πυρήνες. Η Γκέπερτ-Μάγιερ, γεννημένη στην Πρωσία το 1906, είχε πατέρα ακαδημαϊκό και, όπως ήταν αναμενόμενο, ακολούθησε και εκείνη τις ανώτατες σπουδές. Εισήχθη στο μεγαλύτερο πανεπιστήμιο μαθηματικών του Γκέτινγκεν την ίδια εποχή που στο ίδιο πανεπιστήμιο δίδασκε, κατά σύμπτωση, η Noether, μία πρωτοπόρος γυναίκα καθηγήτρια μαθηματικών. Μόλις έλαβε το πτυχίο μαθηματικών της, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές της στη φυσική και για τη διδακτορική της διατριβή επέλεξε να μελετήσει τη θεωρία της ταυτόχρονης απορρόφησης δύο φωτονίων από άτομα, συγγράφοντας έτσι μια διατριβή που χαρακτηρίστηκε ως «αριστούργημα καθαρότητας και συμπάγειας» από τον Γιουτζίν Γουίνγκερ. Αργότερα, μετά τον γάμο της και τη μετεγκατάστασή της στις ΗΠΑ, απέκτησε μία θέση βοηθού στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, όπου δίδασκε κάποια μαθήματα και δημοσίευσε μία εξέχουσα εργασία πάνω στη διπλή διάσπαση βήτα το 1935.
Όταν το 1937 ο σύζυγός της απολύθηκε από το Χόπκινς, το ζεύγος προσλήφθηκε από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια, όπου η θέση της Goeppert-Mayer ήταν άμισθη. Εκεί γνωρίστηκε με τον Χάρολντ Γιούρευ και τον Ενρίκο Φέρμι, που έφθασαν το 1939. Ο Φέρμι της ζήτησε να μελετήσει τον φλοιό σθένους των υπερουράνιων στοιχείων, τα οποία δεν είχαν ακόμα ανακαλυφθεί, χρησιμοποιώντας το μοντέλο Τόμας-Φέρμι, και εκείνη προέβλεψε ότι θα σχημάτιζαν μια νέα σειρά στον περιοδικό πίνακα, ανάλογη με τις σπάνιες γαίες – πρόβλεψη που αποδείχθηκε σωστή. Τον Δεκέμβριο του 1941, είχε λάβει την πρώτη έμμισθη θέση διδασκαλίας της, μερικής απασχόλησης, στο Γιόνκερς της Νέας Υόρκης, και την άνοιξη του 1942, μετά από πρόταση του Γιούρευ, της ζητήθηκε να μετάσχει στο Manhattan Project σε ερευνητική θέση μερικής απασχόλησης, με αντικείμενο την εύρεση μεθόδου διαχωρισμού του σχάσιμου ισοτόπου 235U από το φυσικό ουράνιο.
Έπειτα, μέσω των γνωριμιών της με τον Τέλερ, έλαβε μια ερευνητική θέση στο Opacity Project, μελετώντας τις ιδιότητες της ύλης και της ακτινοβολίας σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες, με ανομολόγητο σκοπό την ανάπτυξη της υπερβόμβας υδρογόνου του Τέλερ. Όταν ο σύζυγός της κλήθηκε στο μέτωπο του πολέμου, αποφάσισε να ενταχθεί στην ομάδα του Τέλερ στο εργαστήριο στο Los Alamos. Με την επιστροφή του συζύγου της από τον πόλεμο, μετεγκαταστάθηκαν στο Σικάγο, όπου έπειτα από λίγο καιρό ο Τέλερ έλαβε μια θέση διδασκαλίας, και έτσι συνεχίστηκαν οι κοινές τους έρευνες στο Opacity Project. Μέχρι το 1949, ανέπτυξε και δημοσίευσε το 1950 ένα μαθηματικό μοντέλο της δομής των πυρηνικών φλοιών, το οποίο ερμήνευε γιατί ορισμένοι αριθμοί νουκλεονίων σε έναν ατομικό πυρήνα αντιστοιχούν σε ιδιαίτερα σταθερούς πυρήνες. Αυτοί οι αριθμοί πήραν το παρατσούκλι «μαγικοί αριθμοί» από τον Γουίνγκερ: 2, 8, 20, 28, 50, 82, 126. Τρεις άλλοι Γερμανοί επιστήμονες, οι Ότο Χάξελ, Χανς Γιένσεν και Χανς Γούελ, την ίδια περίοδο αναζητούσαν την απάντηση στο ίδιο πρόβλημα και το 1949 κατέληξαν στα ίδια αποτελέσματα με τη Γκέπερτ, νωρίτερα από εκείνη. Στη συνέχεια, η Γκέπερτ συνεργάστηκε μαζί τους και συνέγραψε με τον Γιένσεν το βιβλίο: Elementary Theory of Nuclear Shell Structure. Το 1963, η Γκέπερτ, ο Γιένσεν και ο Γουίνγκερ μοιράστηκαν το βραβείο Νόμπελ Φυσικής «για τις ανακαλύψεις τους σχετικά με τη δομή των πυρηνικών φλοιών». Με αυτόν τον τρόπο, η Γκέπερτ-Μάγερ έγινε η δεύτερη γυναίκα μετά τη Μαρί Κιουρί που κέρδισε βραβείο Νόμπελ Φυσικής.
Ντόνα Στρίκλαντ (2018) – Για τις καινοτόμες εφευρέσεις στον τομέα της φυσικής των λέιζερ
Η Donna Strickland, γεννημένη το 1959, είναι Καναδή φυσικός και πρωτοπόρος στον τομέα των παλλόμενων λέιζερ. Είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Waterloo. Βραβεύτηκε το 2018 με το Νόμπελ Φυσικής για την εφεύρεση της ενισχυμένης παλμικής ενίσχυσης. Είναι η τρίτη γυναίκα στην ιστορία που βραβεύτηκε με Νόμπελ Φυσικής, ενώ το έλαβε 55 χρόνια μετά την τελευταία γυναίκα που κέρδισε Νόμπελ. Η Ντόνα Στρίκλαντ, μαζί με τον Ζεράρ Μουρού, το 1985, με τη δημοσίευσή τους άνοιξαν τον δρόμο για τη δημιουργία των βραχύτερων υψηλής ενέργειας παλμών φωτός λέιζερ που έχουν υπάρξει έως τώρα. Αυτή η εφεύρεση βρίσκει εφαρμογές τόσο στη βιομηχανία όσο και σε ιατρικές επεμβάσεις.
Άντρεα Μία Γκεζ (2020) – Για την ανακάλυψη της υπερμεγέθους μαύρης οπής (Τοξότης Α*) στο κέντρο του Γαλαξία μας
Τελευταία και καλύτερη, θα έλεγε ο λαός. Το «καλύτερη» είναι υποκειμενικό ζήτημα, βέβαια, ενώ το «τελευταία» ανταποκρίνεται στο γεγονός ότι είναι η πιο πρόσφατη γυναίκα που κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Φυσικής – ελπίζουμε όμως να μην είναι η τελευταία και να ακολουθήσουν πολλές ακόμα! Η Άντρεα Μία Γκεζ, γεννημένη στις 16 Ιουνίου του 1965 στη Νέα Υόρκη, είχε θέσει από μικρή ηλικία πολύ ψηλά τον πήχη. Το όνειρό της ήταν να γίνει η πρώτη γυναίκα αστροναύτης. Εμπνευσμένη από το περιβόητο εκείνη την εποχή πρόγραμμα Apollo Moon Landing, η Γκεζ ήθελε να φτάσει ως τ’ άστρα, με τη μητέρα της πάντα δίπλα της να την στηρίζει. Πρότυπό της ήταν η καθηγήτρια χημείας του γυμνασίου της. Παρόλα αυτά, ακολούθησε τελικά άλλα μονοπάτια. Σπουδάζοντας πρώτα μαθηματικά και αργότερα, το 1987, αποκτώντας το πτυχίο φυσικής από το MIT, η Γκεζ επιδόθηκε στο έργο της ζωής της. Εφόσον δεν κατάφερε να πάει στα άστρα, αποφάσισε να τα μελετήσει.
Το σημαντικότερο επίτευγμα της καριέρας της και ο λόγος για τον οποίο μοιράστηκε το μισό βραβείο Νόμπελ με τον Reinhard Genzel (το άλλο μισό δόθηκε στον Roger Penrose) το 2020, ήταν η ανακάλυψη ότι στο κέντρο του Γαλαξία μας υπάρχει μια υπερμεγέθης μαύρη τρύπα. Πώς το κατάφερε αυτό; Η Γκεζ και η ομάδα της κατάφεραν να απεικονίσουν το γαλαξιακό μας κέντρο σε μήκη κύματος υπέρυθρης ακτινοβολίας, κάνοντας εφικτή την παρακολούθηση των τροχιών των αστέρων στο κέντρο του Γαλαξία. Οι τροχιές αυτές φανέρωναν ξεκάθαρα πως κάτι πολύ μεγάλο και με τεράστια μάζα έπρεπε να βρίσκεται στο κέντρο, μόνο που δεν έβλεπαν τίποτα! Περιγράψαμε δηλαδή τα βασικά χαρακτηριστικά μιας υπερμεγέθους μαύρης οπής, που πλέον φέρει το όνομα Τοξότης Α*. Οι τροχιές των αστέρων κοντά στον Τοξότη Α* αποτελούν ένα από τα καλύτερα πειραματικά τεστ της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας, η οποία για μία ακόμα φορά βγαίνει αλώβητη! Η σπουδαιότητα του έργου της Γκεζ, πέρα από το Νόμπελ, έγκειται και στο γεγονός ότι το ευρύ κοινό τη γνώριζε πολύ πριν, χάρη στις πολυάριθμες τηλεοπτικές εμφανίσεις της σε διάφορα ντοκιμαντέρ με σκοπό τη διάδοση της επιστήμης. Εν έτει 2021, η Άντρεα Μία Γκεζ, εκτός από ενεργή κολυμβήτρια (!), παραμένει η τέταρτη γυναίκα με βραβείο Νόμπελ Φυσικής – μέχρι την επόμενη, φυσικά!